Wednesday, March 7, 2007

Ιστορία δύο πόλεων

Είναι μια πολυσημία που ίσως δεν σημαίνει και πολλά πράγματα. Το επίθετο «αστικός» προσδιορίζει τόσο τον κάτοικο της πόλης όσο και την τάξη αυτή η οποία σύμφωνα με την οικονομική θεωρία εξασφαλίζει το εισόδημά της από το εμπόριο, την παροχή υπηρεσιών και την εκμετάλλευση του κεφαλαίου και της εργατικής τάξης. Είναι αντίστοιχο τόσο του urban όσο και του bourgeois. Δεν σημαίνει πολλά πράγματα αλλά είναι βαθιά ριζωμένη. Τόσο ριζωμένη που ας πούμε συχνά οι κοινωνιολόγοι γράφουν «αστεακός», για να διευκρινίσουν με αυτό το συγγνωστό γλωσσικό σφάλμα (δεν λέμε ας πούμε δικτεακός, από το δίχτυ, αλλά λέμε τομεακός, από το τομέας) ότι απλώς περιγράφουν μια τάξη φαινομένων και δεν φορτίζουν το λόγο τους με απαξιωτικές συνδηλώσεις. Κι αν εξαιρέσουμε το «άστυ», το οποίο χρησιμοποιούν συνήθως όσοι θέλουν με λίγη αρχαιοπρέπεια να υπονοήσουν ότι είναι μεγαλόψυχοι κι απρόσβλητοι από τις μιαρές συνθήκες του παρόντος, τα παράγωγα του θέματος αστ- χρειάζονται μια μικρή τονωτική ένωση επιστημονικότητας από τα συμφραζόμενα για να μην παρεξηγηθούν.

Το αστικός με τη δεύτερη σημασία είναι κυρίως ετεροπροσδιοριστικός όρος. Δύσκολα θα συναντήσετε κάποιον, ακόμη και τον Στέφανο Μάνο ή την Β.Ε., που, δίχως να κρύβει έναν μικρό αυτοσαρκασμό ή έστω μια έμμεση υπαινικτική ανατροπή των στερεοτύπων, θα σας πει «ναι, είμαι αστός». Και σκεφτείτε: δεν χρειάζεστε να παραθέσετε κάποιες πραγματολογικές πληροφορίες για να πείσετε το συνομιλητή σας ότι «Οι αστοί του Καλαί» του Αύγουστου Ροντέν, στην πραγματικότητα δεν αναφέρονται σε μια παραδόπιστη, υποκριτική και λίγο πληκτική ευκατάστατη τάξη της επαρχίας αλλά σε ένα συγκεκριμένο επεισόδιο της γαλλικής ιστορίας; Αν υποθέσουμε βέβαια ότι οι «Αστοί του Καλαί» και ο Ροντέν είναι συνηθισμένο θέμα συζήτησης στις παρέες σας.

Ίσως για την πολυσημία αυτή να ευθύνεται ο ιστορικός σχηματισμός των ελληνικών πόλεων που δεν πέρασαν από το μεσαιωνικό κάστρο στην νεωτερική πόλη. Ίσως να ευθύνονται οι συνθήκες σύστασης του κομμουνιστικού κόμματος, του κατεξοχήν φορέα κριτικής απέναντι στην αστική τάξη, το οποίο στηρίχθηκε, σε αντίθεση με τη δυτική Ευρώπη, σε καταρχήν αγροτικούς πληθυσμούς. Ίσως πάλι να ευθύνεται μια μεγάλη παράδοση ορθόδοξης ιδιοπροσωπίας με μεγάλες αντιστάσεις η οποία δεν μπόρεσε να αποδεχτεί ποτέ τη διάχυση της προσωπικότητας που είναι μια από τις απαραίτητες προϋποθέσεις συγκρότησης του νεωτερικού αστικού υποκειμένου. Όπως και να έχει σε αυτή η μικρή σημασιολογική σύγκλιση κρύβεται μια αφηγηματική αντίθεση, για την οποία τόση συζήτηση έγινε στο συνέδριο της Μπιενάλε της Αθήνας μεταξύ του Παναγή Παναγιωτόπουλου και του Νίκου Ξυδάκη.

Σαν να αντιμάχονται δύο παραδόσεις οι οποίες προσπαθούν να τραβήξουν η κάθε μια από την πλευρά της τη σημασιοδότηση του όρου. Από τη μία, μια αφήγηση που αναγνωρίζει στην Αθήνα -κυρίως- τα χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας και επιδιώκει να επιβεβαιώσει τα ίχνη τους στις σχέσεις, στα κτίρια, στις ιστορίες που πλάθονται στους δρόμους. Και από την άλλη, μια αφήγηση που θεωρεί την πόλη ένα ιστορικό ατύχημα, μια καταδίκη ενός εχθρικού κόσμου που στερεί από τους ανθρώπους την ταυτότητά τους, υποβιβάζοντάς τους σε κατοίκους.

Από τη μία, αφηγήσεις όπως αυτή, του Στέφανου Κουμανούδη από το 1853 που βλέπει σιγά σιγά την Αθήνα να σχηματίζεται σε πόλη και με σχεδόν εφηβική περηφάνεια γράφει:

«Αι Αθήναι, το ασπάσιον τούτο της Ελληνικής φυλής πράγμα και όνομα, αν δεν είναι πλέον αι παλαιαί εκείναι οι γεραραί και ιοστέφανοι του Πινδάρου Αθήναι, αν δεν είναι αι θαυμασταί και πολύυμνοι του Αριστοφάνους, αν δεν είναι η Ελλάς Ελλάδος του Περικλέους, είναι όμως πόλις μεγάλα όντως θέλγητρα έχουσα δια τον φιλόπατριν Έλληνα, τον όχι μεμψίμοιρον πολίτην, τον όχι ανυπόμονον και θέλοντα παν το άωτον των ελπίδων του εν ακαρεί τω χρόνω να καταφθάση… Είναι από του 1835, δηλαδή από δεκαεπτά ήδη ενιαυτών, κατοικία τριάκοντα χιλιάδων ψυχών, του άνθους του Ελληνικού και της υπερτάτης εξουσίας και πολλών πρέσβεων και πρακτόρων αξιοπρεπής έδρα…» (Καθολικόν Πανόραμα των Αθηνών, ΜΙΕΤ 2005).

Και από την άλλη, αφηγήσεις, όπως αυτή του Τζούλιο Καΐμη, ο οποίος το 1934, με αφορμή το σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα, αντιπαραβάλλει στο ευρωπαϊκό πρόταγμα της σύγχρονης μοντερνιστικής πόλης την αξία της λαϊκής αρχιτεκτονικής, της παράδοσης, του ανορθολογικού προτύπου που «δεν κλείνεται προς τα μέσα αλλά ανοίγεται προς τα έξω»:

«Αναγνωρίζουμε πως στις σημερινές συνθήκες είναι αστείο να θέλουμε να τα βγάλουμε πέρα με το σημερινό τέρας. Δεν μπορούμε με τα αδύνατα χέρια μας να γκρεμίσουμε όλες τις σημερινές μεγαλουπόλεις, αυτά τα μιάσματα της ακαλαισθησίας. Μα ένα επιτακτικό καθήκον μάς επιβάλλει να φανερώνουμε και να εκτιμούμε αυτό που, παρ’ όλη την κακοδαιμονία, κρατιέται αγνό στη ζωή μας, δηλαδή τη σχέση του αγνού ανθρώπου με τη φύση και που ενδιαφέρει στις λίγες ψυχές που βρίσκονται μέσα στο χάος του μοντερνισμού... Αφήνουμε την εξέλιξη του χρόνου να μεταμορφώσει τα τραγικά πράγματα της ανθρωπότητος, ως που να φτάσει στο αγνό και το απλό. Αφήνουμε τους αρχιτέκτονες με την ατομική τους αντίληψη να εξυπηρετούνε το κοινωνικό κακό». (Το σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα, Ακρίτας 1998).

Ζούμε, όσοι ζούμε στην Αθήνα, με έναν τρόπο σε δυο πόλεις. Σε μια πόλη φτιαγμένη από προγονικούς μύθους επαρχίας και προνεωτερικότητας που είναι έτοιμη να καταρρεύσει, μόλις βρούμε τις δυνάμεις να της αντισταθούμε, το Πάσχα ίσως ή το καλοκαίρι, μόλις εντοπίσουμε σπαράγματα υπαίθρου ή ατελούς ένταξης στον αστικό ιστό, στα Αναφιώτικα, τα Πετράλωνα και στους κενούς χώρους του Βοτανικού, σε μια πόλη πένθος που μας επιτρέπει να κρατάμε πάντα ζωντανή την ανάμνηση κάποιου παραδείσιου τόπου χωρίς ιστορία. Και σε μια πόλη φτιαγμένη από στρώματα επικαιρότητας, από συνοικίες που αλλάξαν με τα χρόνια -δυο βήματα το πατρικό της μητέρας μου από το ΔΕΣΤΕ, το φινιριστήριο που έγινε ΑΣΚΤ- από καταστήματα και οδικές αρτηρίες, σχολεία στα οποία φοιτήσαμε, πολυκατοικίες στις οποίες χτυπούσαμε κάποτε τα κουδούνια ή μας είχαν δώσει κλειδιά, φτιαγμένη από τις ιστορίες που έτυχε να μας πούνε -δολοφονία εδώ, γωνία Αραχώβης και Ιπποκράτους στα Δεκεμβριανά, καφέδες εδώ στο Μπραζίλιαν με Σαχτούρη και Γκάτσο, εδώ το σπίτι Γιαννούλη Χαλεπά στην οδό Δαφνομήλη- φυλαγμένη στους δρόμους που συζητήσαμε ή γαμήσαμε στα σκοτεινά.

Και ίσως ένα κείμενο που λάνθανε στη διοργάνωση του συνεδρίου της Μπιενάλε με τίτλο, θυμίζω, Προσευχή για (παθητική;) αντίσταση, να ήταν η ακόλουθη παράγραφος από ένα μυθιστόρημα που δεν είναι ελληνικό μιλά όμως για τη συστατική αυτή αντινομία:

«Ξεπροβάλλει [η Ακρόπολη]. Τόσο δυνατή εκεί πάνω. Σχεδόν μας υποχρεώνει να την αγνοήσουμε. Ή να της αντισταθούμε. Έχουμε κι εμείς την αξία μας. Κι έχουμε και την ανεπάρκειά μας. Η πρώτη είναι μια απεγνωσμένη επινόηση της δεύτερης».
Ντον Ντε Λίλο, Τα ονόματα.

Saturday, February 24, 2007

5 εύκολα κομμάτια

Αποδεχόμενος την πρόσκληση του Ρόντια:


1. Είμαι πολύ τεμπέλης. Παλιά, πριν τους υπολογιστές, περνούσα ώρες της ημέρας, ρίχνοντας πασιέντζες. Οι τράπουλες ήταν γανιασμένες. Αυτή η πρόταση έδωσε την αφορμή κάποτε στον αναλυτή μου για μια ερμηνευτική υπέρβαση, από αυτές που συνηθίζουν οι αναλυτές. Τώρα που έχω υπολογιστή, εδώ και δεκαπέντε χρόνια, παίζω κούπες, κυψέλες, σουντόκου και ό,τι άλλο χάσιμο χρόνου μπορεί να φανταστεί κανείς. Καμιά φορά νομίζω ότι θα βγει ένα χέρι από την οθόνη και θα με χαστουκίσει φωνάζοντας: «Δουλειά! Δουλειά! Με τις πορδές δεν βάφονται αυγά!» Μολονότι έχω βάψει μερικά τελάρα αυγά ως τώρα στη ζωή μου, σκέφτομαι συχνά ότι αν δεν ήμουν τόσο τεμπέλης θα είχα γράψει το Πόλεμος και Ειρήνη. Παρηγοριέμαι από το γεγονός ότι και ο Τολτστόι περνούσε ώρες της ημέρας του βγάζοντας τα σμίγματα από το πρόσωπό του. Βγάζω και εγώ τα σμίγματα από το πρόσωπό μου. Ό,τι σοβαρό έχω γράψει το έχω γράψει, ενώ υποτίθεται πως θα έπρεπε να κάνω κάτι άλλο, να προσέχω στο αμφιθέατρο, να μελετώ, να δουλεύω. Τώρα που βγάζω εν μέρει το ψωμί μου από το γράψιμο, χαζεύω παίζοντας πασιέντζες. Για αυτό δεν γράφω πια. Για αυτό μου αρέσει η κεντροευρωπαϊκή λογοτεχνία του μεσοπολέμου, ο Βάλζερ, ο Μούζιλ, ο Κράους. Είχαν βυθιστεί σε μια πληκτική αναμονή.

2. Έχω κάνει χρόνια ψυχανάλυση. Άρχισα στη Γαλλία, όταν τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο και συνέχισα στην Ελλάδα. Επί πέντε χρόνια έκανα τρεις φορές την εβδομάδα την ίδια διαδρομή. Η ανάλυση με βοήθησε πολύ αλλά κυρίως μου δίδαξε μια ερμηνευτική μέθοδο και με έπεισε πως σε ορισμένους κύκλους η θητεία στο ντιβάνι προσθέτει μόρια στην επαγγελματική εξέλιξη, όπως τα παιδιά και τα μεταπτυχιακά στο δημόσιο. Προσπαθώ ωστόσο να αποφεύγω τις δόλιχες συνδέσεις που κάνουν συχνά οι περί την ανάλυση, όπως ας πούμε να βλέπω κάποιον να προσπαθεί να διώξει μια μέλισσα και να συμπεραίνω πως έχει τον φόβο της διείσδυσης, επειδή το κεντρί είναι ένας φαλλός. Μία φορά δεν πήγα στην ανάλυση, επειδή για λόγους που ντρέπομαι να ομολογήσω, ξημερώθηκα σε ένα αστυνομικό τμήμα. Έχει περάσει καιρός που την έχω σταματήσει και σιγά σιγά ξεχνώ το λεξιλόγιό της. Μου έχει μείνει όμως ένα λεξικό από τότε, όπου σημείωνα λέξεις που μου ξέφευγαν στο ντιβάνι ή επινοούσα εγώ. Μου αρέσουν πολύ τα λογοπαίγνια. Μερικές λέξεις από το λεξικό μου. Ευνανισμός: 1. Ο θετικός αυνανισμός. 2. Ο επωφελής νανισμός. Νηφάλλιος: Αυτός που δεν έχει φαλλό, από το νη + φαλλός. Κοιμόταν νηφάλλια στον καναπέ.
Η ανάλυση με βοήθησε πολύ, με έχει αφήσει όμως και με μια βαθύτατη απορία και για αυτόν το λόγο θεωρώ πως ακόμη δεν έχει περατωθεί: γιατί σιχαίνομαι τόσο πολύ τα κουμπιά στις ζακέτες;

3. Βαριέμαι την τέχνη. Εννοώ τα εικαστικά. Είμαι ένας αγαθός άνθρωπος της αφήγησης και αδυνατώ να συλλάβω τις πλαστικές ποιότητες. Υπάρχουν σύγχρονοι καλλιτέχνες βέβαια που με συναρπάζουν και ορισμένοι άλλοι που με συγκινούν. Ας πούμε ατάκτως: Ο Bruce Nauman. O Marcel Broodthaers. H Sophie Calle. Ο Vito Acconci. Ο Carsten Hoeller. Ο Olaf Nicolai. O Mathew Barney. Φοβάμαι όμως ότι είμαι κολλημένος στον μοντερνισμό. Φοβάμαι επίσης ότι μια κάποια στειρότητα που διακρίνει τη σκέψη μου οφείλεται στο γεγονός ότι κάνω απεγνωσμένες προσπάθειες να ξεφύγω από τον υπερρεαλισμό και ακόμη δεν έχω βρει τον τρόπο. Μια κάποια σχέση που έχω με τα εικαστικά είναι καθαρά επαγγελματική και συχνά σκέφτομαι ότι το μεγαλύτερο ταλέντο μου είναι η ηθοποιία. Από αυτήν την άποψη είμαι απατεώνας. Αλλά μπορώ να μιλάω με τις ώρες για το Cremaster Cycle του Mathew Barney το οποίο δεν έχω δει. Έχω τη βεβαιότητα πως δεν το έχει δει ούτε ο συνομιλητής μου. Κάποτε έκανα σκληρή αλλά εποικοδομητική κριτική σε έναν συγγραφέα, μολονότι δεν είχα διαβάσει παρά μόνον την πρώτη παράγραφο από το καινούργιο του μυθιστόρημα. Ωστόσο λογοτεχνία νομίζω πως έχω διαβάσει κάπως. Θεωρώ ότι ο κορυφαίος λογοτέχνης μετά τον πόλεμο είναι ο Nabokov.

4. Μου αρέσει πολύ η θάλασσα αλλά κάποτε ανοίχτηκα πολύ και κόντεψα να πνιγώ. Από τότε κολυμπώ μόνον στα ρηχά και αν συμπέσουμε σε κάποια παραλία μπορεί να με δείτε να κάνω απλωτές με την προσήλωση και την επιμονή δεινού κολυμβητή πέντε μέτρα μόνον από την ακτή, εκεί όπου οι άλλοι παίζουν μπάλα και ανεβαίνουν ο ένας στον ώμο του άλλου, εγώ νομίζω πως διαπλέω τον μεσσηνιακό κόλπο. Η σχέση μου με το σώμα μου, όπως σε όλους τους νευρωτικούς, είναι, ας πούμε ασυνεχής. Καμιά φορά πονάω εδώ ή εκεί άνευ λόγου. Θεωρώ εν γένει πως οι ανεξήγητοι πόνοι είναι ένας τρόπος να συγκροτήσουμε ένα κατακερματισμένο σώμα. Από την άλλη, πίνω πολύ και καπνίζω πολύ. Με τα υπόλοιπα ναρκωτικά δεν έχω καλή σχέση, έχω επιλέξει ως εθισμό μου το ποτό. Τα άλλα μου φέρνουν υπνηλία ή ταχυκαρδία. Έχω εκτιμήσει όμως υπό συνθήκες τη χρήση τους. Κυρίως παρουσία γυναικών.

5. Μολονότι σκέφτομαι εδώ και καιρό να ανοίξω ένα μπλογκ το αποφεύγω. Φοβάμαι πως δεν θα έχω τον καιρό να το τροφοδοτώ. Θα κάθομαι να σκέφτομαι σοφίες και θα χάνω το χρόνο μου. Ωστόσο, παρακολουθώ τα μπλογκ. Τα περισσότερα δεν μου αρέσουν. Βρίσκω την ευκαιρία με αυτό το παιχνίδι των 5 αποκαλύψεων να μπω στο χορό και ελπίζω να μην βαρεθώ να γράφω. Ελπίζω ακόμη τα ποστ μου να μην είναι ημερολογιακές καταγραφές. Ούτε σκέψεις μου περί παντός, περί της πανεπιστημιακής μεταρρύθμισης, ας πούμε, των αναμνήσεών μου από τις παλαιές ερωμένες, των εγκλημάτων πάθους και της δίαιτας που μόλις άρχισα. Υποθέτω ότι θα ασχολούμαι κυρίως με την τέχνη. Θα δούμε. Όπως υποδηλώνει ο τίτλος του είναι ένα προπαρασκευασμένο μπλογκ.